Που ειμαι;

Εδώ φυσικά!

Tuesday, April 17, 2007

Hey, hey, my my

My my, hey hey, rock’n’roll is here to stay…

Όταν είσαι έξω απο τη μελαγχολία, στο κενό. Όταν δεν είσαι πουθενά κι όταν τίποτα δεν έχει πια καμμιά σημασία.

King is gone, but he´s not forgotten..

Αυτή είναι η πολύ απλή μας ιστορία. Γεράσαμε, χαθήκαμε, αλλοτριωθήκαμε, και δεν καταλάβαμε ούτε πως έγινε όλο αυτο..

Hey hey, my my

Θυμασαι εκείνο το κορίτσι με τη μακριά φράτζα που καθότανε στο γρασίδι; Κοίταζε τον κόσμο στα μάτια και δεν άφηνε κανένα να δει τα δικά της. Θυμασαι εκείνο το κορίτσι που γελούσε κατεβαίνοντας απο την πλατεία ξημερώματα, εκείνο το κορίτσι Κυριακές πρωί στο Μοναστηράκι, ένα στραβό Winston στο στόμα κι ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη, έψαχνε για μεταχειρισμένους δίσκους και βιβλία, μια στρατιωτική τσάντα με τους στίχους του Morrison στον ώμο της, το τριμμένο τζην ποτισμένο απο την υγρασία του γρασιδιού που φιλοξενούσε τους έρωτές της, το φρεσκοχτυπημένο τατουάζ στο αριστερό της χέρι, η ζωή όλη μπροστά της –κι ο θάνατος μόνιμα πίσω της και φωλιασμένος στο μυαλό της.

Θυμάσαι που αρκούσε ένα βρώμικο τζάκετ εκστρατείας για να γίνει το πιο μαλακό κρεββάτι για τα αγκαλιάσματα σου; Ένα τραγούδι σε έκανε να κλαίς κι ένας φίλος μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο όλο για χάρη σου. Το καλοκαίρι ήτανε ένα ταξίδι στα χρώματα ακόμα κι αν δεν πήγαινες πουθενά ιδιαίτερα, το καλοκαίρι ήτανε στην καρδιά σου κι απο κει τραγουδούσε...

Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή που βρήκε όλη την παρέα καθισμένη στο μπαρ, η μουσική αυτή που πάντα μας συντρόφευε και μας παρηγορούσε, μια μελαγχολία και μια μουγκαμάρα που δεν ξέραμε τι ήτανε γιατί δεν ξέραμε τότε τι σημαίνει η μοναξιά..

Η παρέα που ποτέ δεν χώριζε, η παρέα που ήτανε το σημείο αναφοράς και το μέρος που κουβαλάγαμε τις ανησυχίες μας για το αύριο και για τη μοναξιά που φοβόμαστε τόσο πολύ, αυτή τη μοναξιά που τελικά διαλέξαμε να μας συντροφεύει στην υπόλοιπη ζωή μας.. Τι απόγιναν όλα αυτά τα παιδιά; Τα παιδιά με τα μαύρα ρούχα που είμασταν εμείς, τα παιδιά με τα μαύρα ρούχα που γύριζαν στους δρόμους τραγουδώντας με ξεκούρδιστες κιθάρες, έτσι για το κέφι τους, έτσι για τη μαγεία της στιγμής, τα παιδιά που χάνονταν και ξαναβρίσκονταν πάλι μέσα απο στίχους και ουρλιαχτά, αυτά τα παιδιά που ήτανε τα παιδιά που ονειρευτήκαμε να κάνουμε, αυτά τα παιδιά που είμασταν εμείς, τι έγιναν αυτά τα παιδιά;

Πως διάολο τα καταφέραμε έτσι;

Συναντιόμαστε στο δρόμο και δε μιλάμε πια, ίσως γιατί φοβόμαστε να παραδεχτούμε πως κάτι άλλαξε, δεν είμαστε οι ίδιοι πια, πως είμαστε πολύ πιο μεγάλοι και πιο σοβαροί για να αγκαλιαστούμε δημοσίως και να χαιρετηθούμε όπως παλιά. Που πήγε εκείνη η παρέα που έκανε ωτοστόπ στη λεωφόρο για να πάει σινεμά, που είναι εκείνη η παρέα που σκαρφάλωνε στις ταράτσες για να δει μια ακόμα φορά το Easy Rider, ατέλειωτα κουτάκια μπύρες κι άδεια πακέτα απο τσιγάρα, ολονύχτιες συζητήσεις που δεν τελειώσανε ποτέ, ποιοί είμαστε και που πάμε, γιατι να ζούμε έτσι κι όχι αλλιώς, κι αν ζούμε και καθόλου δηλαδή...

Κι ακόμα δεν ξέραμε τι σημαινε να μη ζεις, ακόμα δεν ξέραμε τι είναι να σηκώνεσαι το πρωί και να έχεις να αντιμετωπίσεις το ίδιο πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα που δε διάλεξες και δεν είναι δικό σου, ένα πρόγραμμα που σε καταδικάζει να είσαι μόνος σου μέσα στον κόσμο, μόνος σου μέσα στον εαυτό σου, στο δικό σου πολυτελές κλουβί, αυτό το κλουβί που σιχαινόμασταν τόσο και λυπόμασταν αυτούς που ήταν αναγκασμένοι να ζουν εκεί..

Νύχτες στη Δεκατρία, τότε που το γεια στην πόρτα δεν πήγαινε σε κανένα συγκεκριμενα, και σε όλους μαζί, στη Δεκατρία που αφιερώσαμε τα καλυτερα μας χρόνια και μας χάρισε τις καλύτερές μας αναμνήσεις..

Τώρα σερνόμαστε και ζούμε μόνο με την αναπόληση εκείνων των χρόνων, θέλουμε να λέμε ότι τίποτα δεν άλλαξε, κι ότι είμαστε οι ίδιοι ακόμα, κοίτα με όμως που βάφω τα μάτια μου για να βγώ το βράδυ, και περνάω ώρες στον καθρέφτη να βρω τι μου πάει, κοιτα με που οδηγώ το δικό μου αυτοκίνητο και σχολιάζω το βρώμικο τζην του πιτσιρίκου απέναντι που έχει ακόμα τα κότσια να κάθεται στο γρασίδι της πλατείας, κοίτα με αλλοτριωμένη να νομίζω οτι είμαι ακόμα η ίδια, ενώ τα μάτια μου έχουν χάσει τη λάμψη τους κάτω απο στρώσεις μάσκαρα και τα μαλλιά μου έχουν τραβηχτεί για να φανεί το θαμπό μου βλέμμα... Κοίτα με πως έγινα κυρία, δεν καπνίζω πια στο δρόμο, και δε βρίζω δυνατά αμα νευριάσω, τροποποίησα και το λεξιλόγιό μου, έγινε πιο κόσμιο, και δεν κλαίω πια τα βράδυα πίνοντας μπύρες, τώρα κοιμάμαι νωρίς και ήσυχα γιατί πρέπει να πάω στη δουλειά αύριο..

Τώρα πια δεν βγάζω την ψυχή μου να την κολλήσω στο χαρτι, δεν υπάρχει καν χαρτί παρά μια κενή οθόνη...

Και κει δεν την κολλάς την ψυχή σου, εκεί στη ρουφάνε, και αλήθεια, έχει πια τίποτα η ψυχή μου για να βγάλει;

‘Οταν έγραφα για τα παιδιά με τα μαύρα ρούχα ήμουν εκεί, ήμουν κομμάτια κάτω απο το φεγγάρι, ένα χαμόγελο με έστελνε στον ουρανό και μια ματιά μπορούσε να με σκοτώσει, ένιωθα και καταλάβαινα, μπορούσα να πεθάνω και να αναστηθώ εκατό φορές, είχα όλη τη δύναμη και μπορούσα να προσφέρω τα πάντα...

Τώρα, τα παιδιά με τα μαυρα ρούχα γίνανε αντικείμενο για ανάλυση, και γω παρατηρήτρια των γεγονότων, κάπου πέρα απο το χρόνο

Κάπου πέρα απο τον εαυτό μου

Out of the blue

And into the black

Τι να σου κάνει κι ο Neil Young άμα έχεις σταλήθεια μεγαλώσει...

2 comments:

Blue said...

Το κακό δεν είναι ότι μεγαλώσαμε... το κακό είναι ότι ξεχάσαμε. Ήταν καλό που μου το θύμησες. Και χάρηκα που ανακάλυψα το blog σου!

Blue said...
This comment has been removed by the author.